Περιοχές καλλιέργειας
Ισπανικής προέλευσης ερυθρή ποικιλία ιταλικής προέλευσης, καλλιεργούμενη σε μεγάλη έκταση στη νότια Γαλλία. Στην Ελλάδα καλλιεργείται σαν βελτιωτική ποικιλία σε 15 νομούς στην Κρήτη, την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, την Ήπειρο και τη Θράκη.
Φυτό
Είναι ζωηρό, πολύ γόνιμο, παραγωγικό, πολύ ευαίσθητο στο ωίδιο, το βοτρύτη και τα τζιτζίκια και πολύ ανθεκτικό στην ξηρασία. Εξωτερικεύει πολύ εύκολα φυσιολογικές ανωμαλίες (με κοκκίνισμα των φύλλων) που οφείλονται στην έλλειψη καλίου (εξαιρετικά καλιόφιλη ποικιλία). Διαμορφώνεται σε κύπελλο και γραμμικό αμφίπλευρο κορδόνι (Royat) και δέχεται κλάδεμα κοντό στα 2 μάτια. Προσαρμόζεται εύκολα σε διάφορους τύπους εδαφών δίνιντας, όμως, τα καλύτερα χαρακτηριστικά του σε εδάφη πτωχά, χαλικώδη, αργιλοαμμώδη, ξηρά και θερμά. Σε περιοχές με μεγάλο υψόμετρο και ειδικά με βορεινή έκθεση δεν ωριμάζει (έχει ανάγκη υψηλών θερμοκρασιών για να ωριμάσει). Η βλάστηση ξεκινά στα μέσα Απριλίου και η ωρίμανση πραγματοποιείται στα μέσα με τέλη Σεπτεμβρίου. Κάθε καρποφόρα κληματίδα φέρνει 2 σταφύλια μεγάλα, πτερυγωτά, κυλινδροκωνικά, 300-500 αρκετά πυκνόρραγα. Οι ράγες είναι μέτριες, σφαιρικές, με παχύ φλοιό, ερυθρομελανού χρωματισμού, στυφό, και σάρκα άχρωμη, χυμώδη, γλυκιά, με 2-3 μέτρια γίγαρτα.
Προϊόν
Η ποικιλία αυτή όταν καλλιεργείται στα κατάλληλα εδάφη και με μικρή απόδοση ανά πρέμνο, μπορεί να δώσει ερυθρά κρασιά υψηλόβαθμα, μέτριας οξύτητας, με αρκετό σώμα, με καλό χρώμα, δεκτικά παλαίωσης. Το Carignan συμμετέχει στην παραγωγή του ερυθρού οίνου Ονομασίας Προελεύσεως «Μεσενικόλα», καθώς και ορισμένων Τοπικών Οίνων (Γερανίων, Κισσάμου, Ηρακλειώτικος, Θηβαϊκός).