Περιοχές καλλιέργειας
Ερυθρή ποικιλία καλλιεργούμενη στους νομούς Ηρακλείου, Λασιθίου, Ρεθύμνης και Χανίων, και σποραδικά στις νότιες Κυκλάδες και την Κεφαλονιά. Αναφέρθηκε ότι η ποικιλία Αλεάτικο που καλλιεργείται στην Ιταλία είναι ίδια με το Λιάτικο της Κρήτης. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι οι δύο ποικιλίες εμφανίζουν αρκετές μορφολογικές διαφορές ώστε να υποστηριχθεί η άποψη ότι πρόκειται για την ίδια ποικιλία.
Φυτό
Είναι ζωηρό, εύρωστο, γόνιμο, πολύ παραγωγικό, μέτρια ανθεκτικό στον περονόσπορο και την ξηρασία και ευαίσθητο στην όξινη σήψη, το καρούλιασμα των φύλλων και το μολυσματικό εκφυλισμό. Παρουσιάζει καλή συγγένεια με τα περισσότερα υποκείμενα που έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, καθώς και με αυτά που χρησιμοποιούνται σήμερα σρτην Ελλάδα. Διαμορφώνεται σε κύπελλο και γραμμικό αμφίπλευρο κορδόνι (Royat) και δέχεται κλάδεμα, κοντό στα 2 μάτια. Ευδοκιμεί σε εδάφη βαθιά αργιλασβεστώδη. Ξεκινά τη βλάστηση στα μέσα του Μάρτη και ωριμάζει πρώιμα (εξ ου και η ονομασία της), μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου. Κάθε καρποφόρα κληματίδα φέρνει δύο σταφύλια μέτρια, που ξεπερνούν τα 300 gr,, απλά, κυλινδρικά ως κυλινδροκωνικά, σχετικά πυκνόρραγα, που κόβονται δύσκολα από την κληματίδα. Οι ράγες είναι μέσου μεγέθους, 2,3 gr,, σφαιρικές, με φλοιό λεπτό, κυανομέλανου χρωματισμού και σάρκα άχρωμη, μαλακή, εύχυμη, γλυκιά, με 1-3 μεγάλα γίγαρτα.
Προϊόν
Το Λιάτικο δίνει ερυθρά, ξηρά κρασιά, υψηλόβαθμα, μέτριας οξύτητας, αρωματικά, που υστερούν όμως σε χρώμα, καθώς και θαυμάσια γλυκά κρασιά. Είναι η ποικιλία από την οποία παράγοναι τα ξηρά και γλυκά κρασιά με Ονομασία Προελεύσεως "Σητεία", τα γλυκά κρασιά με Ονομασία Προελεύσεως "Δάφνες", καθώς και ορισμένοι Τοπικοί Οίνοι, σε ανάμειξη με άλλες ποικιλίες (Ηρακλειώτικος, Κρητικός, Λασιθιώτικος).
* Στους κρητικούς αμπελώνες σποραδικά απαντώνται οι παραλλαγές ψιλόρρωγο ή λιανόρρωγο Λάτικο, με σταφύλια διπλά που μοιάζουν πολύ με αυτά της σταφιδαμπέλου, αραιόρραγο Λιάτικο με ανομοιόμορφου μεγέθους ράγες και η παραλλαγή Κοτσιφολιάτικο με φύλλα ανοιχτότερου πράσινου χρωματισμού και ράγες ερυθρορόδινου χρωματισμού. Οι δύο τελευταίες παραλλαγές οφείλονται πιθανότατα στην ύπαρξη ιών.