Περιοχές καλλιέργειας
Από τις πιο πλούσιες σε χρώμα ποικιλίες αμπέλου, γηγενής του αιγαιοπελαγίτικου χώρου. Καλλιεργούνταν αρχικά στις Κυκλάδες, τη Ρόδο και την Κρήτη, περιοχές από τις οποίες επεκτάθηκε η καλλιέργειά της στην Πελλοπόννησο, την Αττική, τη Βοιωτία, την Εύβοια, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, καταλαμβάνοντας συνολικά μια έκταση που ξεπερνά τα 15.000 στρέμματα.
Φυτό
Είναι πολύ εύρωστο, ζωηρό, πραγωγικό, πολύ ευαίσθητο στον περονόσπορο, το βοτρύτη και την όξινη σήψη, και ανθεκτικό στην ξηρασία. Παρουσιάζει καλή συγγένεια με τα περισσότερα υποκείμενα που έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, καθώς και με αυτά που χρησιμοποιούνται σήμερα στην Ελλάδα. Διαμορφώνεται σε κύπελλο και γραμμικό αμφίπλευρο κορδόνι(Royat) και δέχεται κλάδεμα κοντό στα 2-3 μάτια και όσο το δυνατό ελαφρό κορυφολόγημα, για μια ικανοποιητική , σταθερή κάθε χρόνο, παραγωγή. Το κλάδεμα πρέπει να είναι προσαρμοσμένο στη ζωηρότητα του κάθε φυτού(λιγότερα μάτια από αυτά τα οποία το φυτό έχει την ικανότητα να θρέψει οδηγούν στην έκπτυξη πολλών άγονων οφθαλμών από το παλιό ξύλο, ενώ περισσότερα σε ατελή ωρίμανση της παραγωγής). Λόγω της μεγάλης του ζωηρότητας πρέπει να προτιμούνται αποστάσεις φύτευσης μεγαλύτερες του 1,20μ (φυτό από φυτό). Προτιμά εδάφη ελαφρά, ξηρά, περιοχών με χαμηλό υψόμετρο και ζεστά καλοκαίρια. Ξεκινά τη βλάστηση στα τέλη του Μάρτη (πρώτο δεκαήμερο του Απρίλη στη βόρεια Ελλάδα) και ωριμάζει όψιμα στη Βόρεια Ελλάδα σε υψόμετρο, τέλη Σεπτέμβρη, και τέλος Αυγούστου με αρχές Σεπτέμβρη στα νησιά και σε χαμηλό υψόμετρο. Κάθε καρποφόρα κληματίδα φέρνει 1-2 σταφύλια, μέτρια έως μεγάλα, που ξεπερνούν τα 350 gr. κωνικά, πολύ πυκνόρραγα, που κόβονται δύσκολα. Οι ράγες είναι μεγάλες, 2,8 gr., σχεδόν σφαιρικές, με φλοιό παχύ, κυανομέλανου χρωματισμού, στυφό και σάρκα άχρωμη, μαλακή, εύχυμη, γλυκιά ως ελαφρά υπόξινη, με 2-3 μεγάλα γίγαρτα. Οι ράγες αντιπροσωπεύουν το 94% του βάρους του σταφυλιού, ενώ οι φλοιοί μαζί με τα γίγαρτα το 7,5% του βάρους των ραγών.
Προϊόν
Η Μανδηλαριά δίνει κρασιά μέσου έως χαμηλού αλκοολικού τίτλου, μέτριας οξύτητας, πλούσια σε χρώμα. Συμμετέχει μαζί με το Κοτσιφάλι στην παραγωγή των ερυθρών ξηρών κρασιών Ονομασίας Προελεύσεως "Πεζά" και "Αρχάνες" και μαζί με τη Μονεμβασιά στην παραγωγή των ερυθρών ξηρών κρασιών Ονομασίας Προελεύσεως "Πάρος", ενώ μόνη της δίνει τον ερυθρό ξηρό Οίνο Ονομασίας Προελεύσεως "Ρόδος". Χρησιμοποιείται επίσης σε αναμείξεις για την παραγωγή ορισμένων Τοπικών Οίνων(Δωδεκανησιακός, Ηρακλειώτικος, Θραψανών, κ.ά.).